κισσοφόρος

κισσοφόρος
κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, -ον (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ.
β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.)
2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κισσοφόρος
νόμισμα που είχε ως έμβλημα κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη-φόρος, τροπαιοφόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κισσοφόρος — ivy wreathed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόρον — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem acc sg κισσοφόρος ivy wreathed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόρα — κισσοφόρος ivy wreathed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόρε — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόροι — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόροις — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόροισι — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόροισιν — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόρων — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοφόρῳ — κισσοφόρος ivy wreathed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”